ντεσιριτζής
(ουσ. αρσ.)
ντεσ̑ιριτζής
[deʃiriˈdzis]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. deşirici = ζητιάνος.
Ζητιάνος
Συνών.
απτάλης, γιολτζής, ζητιέρης, ντιλεντζής