αγμάλωτος
(επίθ.)
αγμάλωτος
[aɣˈmalotos]
Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. αἰχμάλωτος, όπου και νεότ. τύπ. αἰγμάλωτος.
Για παιδί, καημένος, ταλαίπωρος
:
Το αγμάλωτο ποίκε ένα κακό όργο
(Το καημένο το παιδί έκανε μιά παλιοδουλειά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ζαβαλλούς, ζαλίμης :3, καημένος, ντερτλούς :3, πελέκι, σεφίλι