αγόρασμα
(ουσ. ουδ.)
'γόρασμα
[ˈɣorazma ]
Φάρασ.
qόρασμα
[ˈqorazma]
Μαλακ.
Αρχ. ουσ. ἀγόρασμα = στον πληθ., ψώνια.