πελμές
(ουσ. αρσ.)
πελμές
[pelˈmes]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. bölme = α) διαίρεση β) διαχωριστικό γ) διαχωρισμένο τμήμα. Πβ. το ν.ε. μπουλμές και το ποντ. πελμα̈́.
Χώρισμα