θάλλω
(ρ.)
θάλλω
[ˈθalo]
Σινασσ.
Αρχ. ρ. θάλλω.
Αναπτύσσομαι
:
Το παιδί μας δε θάλλ'
(το παιδί μας δεν αναπτύσσεται)
Σινασσ.
-Αρχέλ.