θέξιμο
(ουσ. ουδ.)
θέξιμο
[ˈθeksimo]
Σινασσ.
Aπό το ρ. θέκνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Η ενέργεια του θέτω, τοποθέτηση
:
Του παχλαδιού το θέξιμο
(Το φύτεμα του κουκιού)
Σινασσ.
-Βλασ.
Συνών.
θέκνημα :1