θεριό
(ουσ. ουδ.)
θεριό
[θeˈrʝo]
Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ.
τηριό
[tiˈrʝo]
Αραβ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. θεριό, το οπ. από το αρχ. ουσ. θηρίον.
1. Ἀγριο ζώο, θηρίο
ό.π.τ.
:
Σαν θεριό ήρτεν κατεπάνω μ'
(Σαν άγριο θηρίο ήρθε καταπάνω μου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κάθε μέρα φοβερίζεις με με την πεθερά· τι έν' η πεθερά, θεριό και να με φάγ';
(Κάθε μέρα με φοβερίζεις με την πεθερά· τι είναι η πεθερά, θηρίο που θα με φάει;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
2. Τέρας
ό.π.τ.
:
Το κόρη με τα κλάματα κάτσεν εκιού σο βρύση, να ’ρτει το τηριό να το φάει
(Η κοπέλα με κλάματα έκατσε εκεί στην βρύση, να έρθει το θεριό να την φάει)
Φάρασ.
-Νίγδελ.Λ.