δεκάρι (II)
(ουσ. ουδ.)
δεκάρι
[ðeˈkari]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. θηκάριον.
Θήκη
Συνών.
κιλίφι
Τροποποιήθηκε: 15/04/2025