τσαγιρμάς
(ουσ. αρσ.)
τσ̑αγ̇ιρμάς
[tʃaɣɯrˈmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çağırma = κάλεσμα.
1. Φωνή, κράξιμο
Συνών.
κράξιμο