τσαγιλτούς
(ουσ. αρσ.)
τσ̑ουγ̇ιλτούς
[tʃuɣɯlˈtus]
Φάρασ.
τσ̑αγ̇ιλτούς
[tʃaɣɯlˈtus]
Αφσάρ.
Aπό το τουρκ. ουσ. çağıltı = κελάρυσμα νερού.
Υπόκωφος θόρυβος ή μουρμουρητό
ό.π.τ.