τρυφερός
(επίθ.)
τρυφερός
[trifeˈros]
Σινασσ., Φάρασ.
τυφερός
[tifeˈros]
Σινασσ.
τυφερό
[tifeˈro]
Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
τ͑υβερό
[tʰiveˈro]
Αξ., Μισθ., Φλογ.
τεβερό
[teveˈro]
Μισθ., Φλογ.
τυφ’ρό
[tiˈfro]
Μαλακ.
Αρχ. επίθ. τρυφερός. Οι τύπ. από τυφ- με απλολ. αποβ. του πρώτου εκ των δύο [r].
1. Για τροφή, μαλακός, πού μπορεί να κοπεί και να μασηθεί εύκολα
ό.π.τ.
:
Ψωμί πόμισκιν τ͑υφερό
(Το ψωμί διατηρούνταν μαλακό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσαντώτ' μανdαλώτ' τα θύρια κι ιμείς να σας φέρουμε παγωμένο νερό και τυφερό τσαΐρ'
(Κλειδώστε μανταλώστε τις πόρτες κι εμείς θα σας φέρουμε παγωμένο νερό και τρυφερό χορτάρι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γκέντσι, ταζός
2. Μαλακός, που είναι ευχάριστος κατά την αφή
Μισθ.
:
Τυβερό ντέρμα έ’εις
(μαλακό δέρμα έχεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Για χώμα, βρεγμένος, λασπώδης
ό.π.τ.
:
Έχ’ τ͑υφερό ντου χώμα
(έχει μαλακό και υγρό το χώμα, κατάλληλο για σπορά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.