τρυπώ
(ρ.)
τρυπώ
[triˈpo]
Σίλ.
τυρπώ
[tirˈpo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
Παρατατ. Πληθ.
τρυπάνκαμε
[triˈpankame]
Φάρασ.
Αόρ.
τρύπησα
[ˈtripisa]
Σίλ.
τύρπ’σα
[ˈtirpsa]
Αραβαν., Γούρδ.
Αόρ.
τσ̑ύρπισα
[ˈtʃirpisa]
Αραβαν.
Παθ.
τυρπούμαι
[tirˈpume]
Αραβαν., Γούρδ.
Αόρ.
τυρπήχα
[tirˈpixa]
Γούρδ., Μισθ.
τρυπήσκα
[triˈpiska]
Σίλ.
Μτχ.
τρυπημένου
[tripiˈmenu]
Σίλ., Φάρασ.
τυρπημένο
[tirpiˈmeno]
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ.
Αρχ. ρ. τρυπάω-ῶ. Ο τύπ. τυρπώ με μετάθεση του [r], πβ. και τρυπί, όπου και τύπ. τυρπί.
1. Μτβ., τρυπώ κάτι, ανοίγω τρύπα
ό.π.τ.
:
Σέλ’ να τρυπήσ’ τουν τζούχου να γεβάσουμ’ του σύρμα
(Πρέπει να τρυπήσουμε τον τοίχο για να περάσουμε το σύρμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'στέρου τρυπάνκαμεν ντα μο το καλακόνι
(Ύστερα τα τρυπούσαμε με το καλάμι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σαμού τρυπάνκαμ' 'ς το ίναν το μέρο βκαίνκε 'ς τε τ’ άβου το μέρο
(Όταν το τρυπούσαμε στο ένα μέρος, έβγαινε (ενν. η άκρη του αιχμηρού εργαλείου) στο άλλο μέρος )
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Χατζιλάινάν ντου γαμά μέσ̑η τ’, να τ͑υρπήσουμ’ διαολιού καργιά
(Πετούσαν την κάμα στην μέση (ενν. του ανεμοστρόβιλου) για να τρυπήσουμε την κοιλιά του διαβόλου· κατά λαϊκή δοξασία στην μέση του ανεμοστρόβιλου βρίσκεται ο διάβολος που τον προκαλεί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τυρπημένο θιαρ'
(τρυπημένη πέτρα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Το νηστικό το σ̑κυλί τύρπ’σε το φουρούν
(το νηστικό το σκυλί τρύπησε τον φούρνο˙ η πείνα κάνει κάποιον ασυγκράτητο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Προκαλώ αμυχή ή μικρή πληγή σε μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου
ό.π.τ.
:
Μι δου ντεκράν πατώ τυρπώ ντου πτιάρι μ’
(Με το δικράνι πατώ τρυπάω το ποδάρι μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Το περ’σσό το βούκα ντέ σε τυρπά
(η περίσσια μπουκιά δεν σε τρυπάει˙ όσα περισσότερα πετύχει κάποιος τόσο το καλύτερο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
3. Αμτβ., για αντικείμενο, φθείρομαι και αποκτώ τρύπα
ό.π.τ.
:
Τρύπησι κώλους του
(Τρύπησε ο πάτος του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τρυπήσκι παdαλόνι μου
(Τρύπησε το παντελόνι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τύρπ’σι ντου ντανικιά, τυρπήχι, ντου λά’ι ούλου ξέβη
(Τρύπησε ο τενεκές, τρυπήθηκε, το λάδι όλο βγήκε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.