ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρυπώ (ρ.) τρυπώ [triˈpo] Σίλ. τυρπώ [tirˈpo] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. τ͑υρπώ [tʰirˈpo] Αξ., Μισθ. Παρατατ. Πληθ. τρυπάνκαμε [triˈpankame] Φάρασ. Αόρ. τρύπησα [ˈtripisa] Σίλ. τύρπ’σα [ˈtirpsa] Αραβαν., Γούρδ. Αόρ. Εν. γ' τσ̑ύρπισεν [ˈtʃirpisen] Αραβαν. Παθ. τυρπούμαι [tirˈpume] Αραβαν., Γούρδ. Αόρ. τυρπήχα [tirˈpixa] Γούρδ., Μισθ. Εν. Αόρ. γ' Παθ. τρυπήσκι [triˈpisci] Σίλ. Μτχ. τρυπημένου [tripiˈmenu] Σίλ., Φάρασ. τυρπημένο [tirpiˈmeno] Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ. Αρχ. ρ. τρυπάω-ῶ. Ο τύπ. τυρπώ με μετάθεση του [r], πβ. και τρυπί, όπου και τύπ. τυρπί.
1. Μτβ., τρυπώ κάτι, ανοίγω τρύπα σε κάτι χρησιμοποιώντας συνήθ. κάποιο αιχμηρό εργαλείο ό.π.τ. : Σέλ’ να τρυπήσ’ τουν τζούχου να γεβάσουμ’ του σύρμα (πρέπει να τρυπήσουμε τον τοίχο να περάσουμε το σύρμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χατζιλάινάν ντου γαμά μέσ̑η τ’, να τ͑υρπήσουμ’ διαολιού καργιά (πετούσαμε την κάμα στη μέση (ενν. του ανεμοστρόβιλου) για να τρυπήσουμε την κοιλιά του διαβόλου· σύμφωνα με τις λαϊκή δοξασία στη μέση του ανεμοστρόβιλου βρίσκεται ο διάβολος που τον προκαλεί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Στέρου τρυπάνκαμεν ντα μο το καλακόνι (ύστερα τα τρυπούσαμε με το καλάμι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σαμού τρυπάνκαμ' 'ς το ίναν το μέρο βκαίνκε 'ς τε τ’ άβου το μέρο (όταν το τρυπούσαμε στο ένα μέρος, έβγαινε (ενν. η άκρη του αιχμηρού εργαλείου) στο άλλο μέρος ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τυρπημένο θιαρ' (τρυπημένη πέτρα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Τυρπώ ντ’ αφτιά μ’ (τρυπώ τα αφτιά μου˙ κάνω μικρές τρύπες στους λοβούς του αφτιού για να περάσω σκουλαρίκια) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Το νηστικό το σ̑κυλί τύρπ’σε το φουρούν (το νηστικό το σκυλί τρύπησε τον φούρνο˙ η πείνα κάνει κάποιον ασυγκράτητο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Προκαλώ αμυχή ή μικρή πληγή σε μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου, τρυπώνοντας το με αιχμηρό αντικείμενο ό.π.τ. : Μι δου ντεκράν πατώ τυρπώ ντου πτιάρι μ’ (με το δικράνι πατώ τρυπάω το ποδάρι μου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Το περ’σσό το βούκα ντέ σε τυρπά (η περίσσια μπουκιά δεν σε τρυπάει˙ όσα περισσότερα πετύχει κάποιος τόσο το καλύτερο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
3. Αμτβ., για αντικείμενο, φθείρομαι και αποκτώ τρύπα ό.π.τ. : Τρύπησι κώλους του (τρύπησε ο πάτος του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τρυπήσκι παdαλόνι μου (τρύπησε το παντελόνι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τύρπ’σι ντου ντανικιά, τυρπήχι, ντου λά’ι ούλου ξέβη (τρύπησε ο τενεκές, τρυπήθηκε, το λάδι όλο βγήκε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.