τρυπαίνω
(ρ.)
τρυπαίνου
[triˈpenu]
Φάρασ.
Από το ουσ. τρύπα και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
1. Μπαίνω σε τρύπα, τρυπώνω, χώνομαι
2. Τρυπάω