τρύπα
(ουσ. θηλ.)
τρύπα
[ˈtripa]
Μισθ., Σίλ.
τ͑ύρπα
['tʰirˈpa]
Αξ.
Πληθ.
τύρπες
[ˈtirpes]
Ποτάμ.
Μεταγν. ουσ. τρῦπα. Ο τύπ. τύρπα με μετάθ. του [r].
1. Τρύπα
ό.π.τ.
:
Τα παλαιά είχαν μπρος τρόσια με τύρπες
(τα παλιά (ενν. σπίτια) είχαν μπροστά πέτρες με τρύπες)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Τρύπας το χτέρ'
(Πέτρα της τρύπας˙ Πέτρα με την οποία έκλεινε η είσοδος του κοτετσίου)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ243
2. Για άνθρωπο ή ζώο, η φυσική κοιλότητα του σώματος
Σίλ.
:
|| Φρ.
Μύτσ̑ης μου τρύπα
(της μύτης μου η τρύπα˙ το ρουθούνι. Πβ. τουρκ. <em>burun deliği </em>= της μύτης τρύπα, ρουθούνι. )
Σίλ.
-Κωστ.Σ.