τσαγαλιέρης
(επίθ.)
τ͑σ̑αγαλιέρη
[tʰʃaɣaˈʎeri]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. τσακίλι, όπου και τύπ. τσ̑αγάλια, και το παραγωγ. επίθμ. -ιέρης < -ιάρης.
Χαλικωτός, βοτσαλωτός