τσαγιρντώ
(ρ.)
τσ̑αγι̂ρντώ
[tʃaɣɯrˈtο]
Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ.
τσ̑αγιρντάου
[tʃaʝirˈdau]
Φάρασ.
τσ̑αγι̂ρτάου
[tʃaɣɯrˈtau]
Φάρασ.
τσ̑αουρντάω
[tʃaurˈdao]
Φάρασ.
τσ̑ι̂γι̂ρτι̂́ζω
[tʃɯɣɯrˈtɯzo]
Αραβαν., Τροχ., Φλογ.
τσ̑ι̂γι̂ρντίζου
[tʃɯɣɯr'dizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. çağırmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. çığırmak = α) φωνάζω δυνατά β) καλώ (THADS 3, λ. çığırmak I).
1. Φωνάζω, βάζω φωνή
ό.π.τ.
:
Τσ̑αγ̇ίρτ' ας έρθει
(Φώναξέ (τον) να έρθει)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Τσ̑αγι̂́ρσε ν’ ανοίξ̑' ντο τύρα, γκαι ντεν ντο άνοιξε
(Της φώναξε να ανοίξει την πόρτα, και δεν την άνοιξε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τσ̑ι̂γι̂ρντι̂́σ̑', μπαγι̂ρντι̂́σ', γεννά ένα τοπάχ' σ̑έι!
((Τσιρίζει, φωνάζει, γεννάει ένα στρογγυλό πράγμα)˙ Η κότα με το αβγό)
Αραβαν.
-Φωστ.
2. Βάζω τις φωνές σε κάποιον, του φωνάζω οργισμένα
Μισθ.
:
Ογώ αν ντου ειπώ 'να λόγους, τσ̑αγι̂ρντίζ' απάνου μ'
(Εγώ άν του πω μιά κουβέντα, μου βάζει τις φωνές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Καλώ, προσκαλώ
ό.π.τ.
:
Γιολ-λάτ'σαν ένα άθρωπος να το τσι̂γι̂ρτι̂́σ'
(Έστειλαν έναν άνθρωπο να τον φωνάξει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Τι με τσ̑ι'ίρτσες;
(Γιατί με φώναξες;)
Φλογ.
-ΚΜΣ-CD
Συνών.
βρυχώμαι, λαλώ, μπαγιρντώ, στριγγώ, φωνάζω