τσαϊντιέσιμο
(ουσ. ουδ.)
τσ̑αϊτιέσιμα
[tʃaiˈtçesima]
Φάρασ.
Από το ρ. τσαϊντίζω, όπου και τύπ. τσαϊτιέω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο
Μετάνοιωμα