τσακίλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ακι̂́λ
[tʃaˈkɯl]
Αξ., Μαλακ.
τσ̑αγι̂́λ
[tʃaˈɣɯl]
Αξ.
τσ̑αχι̂́λ
[tʃaˈxɯl]
Αξ., Φλογ.
Πληθ.
τσ̑αγαλία
[tʃaɣaˈlia]
Φάρασ.
τσ̑ακι̂́λια
[tʃaˈkɯʎa]
Μαλακ., Σίλ.
τσάχαλα
[ˈtsaxala]
Τσαρικ.
Aπό το τουρκ. ουσ. çakıl = α) βότσαλο β) χαλίκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. çağal, çağıl, çahıl (Tietze 2019: λ. çakıl, THADS, λ. çağal).
1. Χαλίκι
ό.π.τ.
:
Πόχ’σαν το, γιόμωσαν το στόμα τ’ τσ̑αχι̂́λια
(Τον έθαψαν, γέμισαν το στόμα του χαλίκια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Να φας τα τσακι̂́λια
(Να φας τα χαλίκια, να θαφτείς στο χώμα˙ αρά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
2. Στον πληθ., παιχνίδι με ρίψη χαλικιών, πεντόβολα
Σίλ., Τσαρικ.
:
Τσ̑ακι̂́λια παίζουμ'
(Παίζουμε πεντόβολα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6