τσακίσι
(ουσ. ουδ.)
τσακίσι
[tsaˈcisi]
Τελμ.
τσάκι
[ˈtsaki]
Σίλατ.
τσάκ'
[ˈtsak]
Φλογ.
Από το απαρ. αορ. τσακίσειν του ρ. τσακίζω. O τύπ. τσάκι από μεταπλασμένο παθ. τσακιέμαι.
Κλήρος
:
qούνdαναν τσάκ'
(Έριχναν κλήρο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1425
|| Ασμ.
Εκάτσανε, τσακίσθανε σαρανταδυό μαστόροι,
επέσεν το τσακίσι των στο δόλιο το Γιαννάκη (Έκατσαν, έρριξαν κλήρο σαρανταδύο χτίστες,
έπεσε ο κλήρος τους στον δύστυχο τον Γιαννάκη) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ. Kαι κάτσαν και τσακίτσανε, και κάνdαι και τσακιένται.
Το τσάκι τίνα έπεσεν; στο δόλιο το Γιαννάκη (Και κάθισαν και έρριξαν κλήρο, και κάθονται και ρίχνουν κλήρο.
Σε ποιον έπεσε ο κλήρος; Στον δύστυχο τον Γιαννάκη) Σίλατ. -Φαρασόπ.
επέσεν το τσακίσι των στο δόλιο το Γιαννάκη (Έκατσαν, έρριξαν κλήρο σαρανταδύο χτίστες,
έπεσε ο κλήρος τους στον δύστυχο τον Γιαννάκη) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ. Kαι κάτσαν και τσακίτσανε, και κάνdαι και τσακιένται.
Το τσάκι τίνα έπεσεν; στο δόλιο το Γιαννάκη (Και κάθισαν και έρριξαν κλήρο, και κάθονται και ρίχνουν κλήρο.
Σε ποιον έπεσε ο κλήρος; Στον δύστυχο τον Γιαννάκη) Σίλατ. -Φαρασόπ.