τσαγκαλώνω
(ρ.)
τσανgαλώνω
[tsaŋgaˈlono]
Σινασσ.
Από το ουσ. τσιγκέλι, όπου και τυπ. τσανgάλ’, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
1. Ασφαλίζω
2. Σκοντάφτω
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025