τσαγγί
(ουσ. ουδ.)
τσαgί
[tsaˈɟi]
Σινασσ.
τζ̑αντζ̑ί
[dʒanˈdʒi]
Φάρασ.
τσ̑ανdζ̑ί
[tʃanˈdʒi]
Φάρασ.
τσαdζίο
[tsaˈdzio]
Φάρασ.
τζαντζίο
[dzanˈdzio]
Φάρασ., Φκόσ.
ζεgί
[zeˈɟi]
Σινασσ., Φάρασ.
ζαντσ̑ί
[zanˈtʃi]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. τζαγγίον (βλ. LBG).
1. Υπόδημα γενικά
ό.π.τ.
:
Σάμπυ δίκους τζαντζία, δίκους μαχαιριού δίχους ταγαρτζόχου πιτάgα σας, βρεσκίνετε α λειψάδι;
(Όταν σας έστειλα χωρίς υποδήματα, χωρίς μαχαίρι και δίχως σακίδιο, σας έλειψε κάτι; )
Φάρασ.
-Lag.
|| Ασμ.
Έβγαλε τα ζεgιά της
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Έβγαλε τα τσαgιά της
Σινασσ.
-Παχτ.
2. Ειδικότ., είδος μπότας
Φάρασ., Φκόσ.
:
Δύο φίδε έμbανε σα τζ̑ανdζ̑ία του 'πέσου
(Δυο φίδια μπήκανε μέσα στα παπούτσια του)
Φάρασ.
-Dawk.
Το σ̑ειμό φορείνκαμ' τζ̑αντζ̑ία
(Το χειμώνα φορούσαμε μπότες)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371