ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαγγί (ουσ. ουδ.) τσαgί [tsaˈɟi] Σινασσ. τζ̑αντζ̑ί [dʒanˈdʒi] Φάρασ. τσ̑ανdζ̑ί [tʃanˈdʒi] Φάρασ. τσαdζίο [tsaˈdzio] Φάρασ. τζαντζίο [dzanˈdzio] Φάρασ., Φκόσ. ζεgί [zeˈɟi] Σινασσ., Φάρασ. ζαντσ̑ί [zanˈtʃi] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. τζαγγίον (βλ. LBG).
1. Υπόδημα γενικά ό.π.τ. : Σάμπυ δίκους τζαντζία, δίκους μαχαιριού δίχους ταγαρτζόχου πιτάgα σας, βρεσκίνετε α λειψάδι; (Όταν σας έστειλα χωρίς υποδήματα, χωρίς μαχαίρι και δίχως σακίδιο, σας έλειψε κάτι; ) Φάρασ. -Lag. || Ασμ. Έβγαλε τα ζεgιά της Σινασσ. -Αρχέλ. Έβγαλε τα τσαgιά της Σινασσ. -Παχτ.
2. Ειδικότ., είδος μπότας Φάρασ., Φκόσ. : Δύο φίδε έμbανε σα τζ̑ανdζ̑ία του 'πέσου (Δυο φίδια μπήκανε μέσα στα παπούτσια του) Φάρασ. -Dawk. Το σ̑ειμό φορείνκαμ' τζ̑αντζ̑ία (Το χειμώνα φορούσαμε μπότες) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371