γκέντσι
(επίθ.)
γκέντσ̑'
[ɟentʃ]
Αξ.
γκένdζι
[ˈɟendzi]
Σίλ.
κέντσ̑ι
[ˈcentʃi]
Φάρασ.
κα̈́ντσ̑ι
[ˈcæntʃi]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. επιθ. genç (< παλ. τουρκ. kēnç) = α) νέος, νεαρός β) ανώριμος.
1. Νέος
ό.π.τ.
:
Εμείς γκένdζ̑α 'μεστε, Χεγός ντίν' μας κι άλλα
(Εμείς νέοι είμαστε, ο Θεός θα μας δώσει κι άλλα παιδιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ντελικανής