ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκέντσι (επίθ.) γκέντσ̑' [ɟentʃ] Αξ. γκένdζι [ˈɟendzi] Σίλ. κέντσ̑ι [ˈcentʃi] Φάρασ. κα̈́ντσ̑ι [ˈcæntʃi] Αφσάρ., Τσουχούρ. Από το τουρκ. επιθ. genç (< παλ. τουρκ. kēnç) = α) νέος, νεαρός β) ανώριμος.
1. Νέος ό.π.τ. : Εμείς γκένdζ̑α 'μεστε, Χεγός ντίν' μας κι άλλα (Εμείς νέοι είμαστε, ο Θεός θα μας δώσει κι άλλα παιδιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ντελικανής
2. Τρυφερός Σίλ. Συνών. ταζός :3