γκεμπερντώ
(ρ.)
γκεbερντώ
[ɟeberˈdo]
Μισθ., Τσαρικ.
γκιαbαρτώ
[ɟabarˈto]
Μισθ.
γκιαμπαρντίζου
[ɟabarˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
γκεbέρσα
[ɟeˈbersa]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ρ. gebermek= ψοφώ, πεθαίνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gäbärmäk.
1. Για ζώα ή περιφρονητικά για ανθρώπους, ψοφάω
ό.π.τ.
:
Να δου ειπείς «γκιαbάρσιν»!
(Να του πεις «ψόφησε»!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Για ποιον πολιτικό γκιαλάτζιβαν, λέει, γκιαbάρσι, λέ'
(Για ποιον πολιτικό μιλούσαν, λέει, ψόφησε, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ψοφώ
2. Μτφ., υποφέρω πάρα πολύ από κάτι, έχω φτάσει στο έσχατο όριο αντοχής
:
Γκιαμπιάρσα απ’ λίψα
(Ψοφάω από την δίψα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ζορλαντίζω, τραβώ, ψοφώ
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025