ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεμπερντώ (ρ.) γκεbερντώ [ɟeberˈdo] Μισθ., Τσαρικ. γκιαbαρτώ [ɟabarˈto] Μισθ. γκιαμπαρντίζου [ɟabarˈdizu] Μισθ. Αόρ. γκεbέρσα [ɟeˈbersa] Τσαρικ. Από το τουρκ. ρ. gebermek= ψοφώ, πεθαίνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gäbärmäk.
1. Για ζώα ή περιφρονητικά για ανθρώπους, ψοφάω ό.π.τ. : Να δου ειπείς «γκιαbάρσιν»! (Να του πεις «ψόφησε»!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Για ποιον πολιτικό γκιαλάdζιβαν, λέει, γκιαbάρσι, λέ' (Για ποιον πολιτικό μιλούσαν, λέει, ψόφησε, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ψοφώ :1, ψοφώ :2
2. Μτφ., υποφέρω πάρα πολύ από κάτι, έχω φτάσει στο έσχατο όριο αντοχής : Γκιαμπιάρσα απ’ λίψα (Ψοφάω από την δίψα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ζορλαντίζω :5, τραβώ :6, ψοφώ :3