γκεμπερντώ
(ρ.)
γκεbερντώ
[ɟeberˈdo]
Μισθ., Τσαρικ.
γκιαbαρτώ
[ɟabarˈto]
Μισθ.
γκιαμπαρντίζου
[ɟabarˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
γκεbέρσα
[ɟeˈbersa]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ρ. gebermek= ψοφώ, πεθαίνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gäbärmäk.
2. Μτφ., υποφέρω πάρα πολύ από κάτι, έχω φτάσει στο έσχατο όριο αντοχής
:
Γκιαμπιάρσα απ’ λίψα
(Ψοφάω από την δίψα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ζορλαντίζω :5, τραβώ :6, ψοφώ :3