ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκερντέκ (ουσ. ουδ.) γκερντέκ [ɟerˈdek] Αξ. κερτέκ [cerˈtek] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. gerdek = νυφική παστάδα.
Νυφική παστάδα ό.π.τ. : 'Υστερα το νύφ' με το qαμπρό μάισ̑καντα σο κερτέκ εβί (Ύστερα η νύφη με τον γαμπρό πήγαιναν στο νυφικό δωμάτιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Με τ' χώρας το βιλλί μαίν' στο γκερντέκ (Με ξένο πέος μπαίνει στην παστάδα˙ για όποιον εκμεταλλεύεται δυνάμεις άλλων για να επιτύχει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. παστός :1