γκετσίντημα
(ουσ. ουδ.)
γκετσίντημα
[ʝeˈtsindima]
Μαλακ.
Από το ρ. γκετσιντίζω, όπου και τύπ. γκετσινdώ, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Συντήρηση, επιβίωση