γκετσίντημα
(ουσ. ουδ.)
γκετσίνdημα
[ʝeˈtsindima]
Μαλακ.
Από το ρ. γκετσιντίζω, όπου και τύπ. γκετσινdώ, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Τροποποιήθηκε: 22/02/2025