ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκερί (ουσ. ουδ.) γκερί [ɟeˈri] Αξ., Τροχ. γκιαρί [ɟaˈri] Αξ. Πληθ. γκερία [ɟeˈria] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. geri = ξύλο προσαρτημένο σε βοϊδάμαξα για να προστατεύει τον χώρο ανάμεσα στα πλαϊνά υποστηρίγματα της άμαξας (THADS, λ. geri IV).
1. Πρόσθετο ξύλο με το οποίο επέκτειναν το αμάξωμα του αραμπά περίπου κατά ένα μέτρο, έτσι ώστε να μπορούν να φορτώσουν περισσότερα άχυρα
2. Ψηλά ξύλα με σύρμα προσαρτημένα στον αραμπά και τα οποία συγκρατούσαν τα επιπλέον φορτωμένα άχυρα : Να ποίκουμ’ τα γκερία, να κουβαλήσουμ’ το άυρο, να το γιομώσουμ’ 'ς τον α'υρώνα (Να βάλουμε τα γκεριία, να κουβαλήσουμε το άχυρο, να το γεμίσουμε στον αχυρώνα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Χ̇έκισ̑καν λία ξύλα ’γιώρτα ’κείρτα, γινόταν γκερί, να χωρήσ’ πολλά ντεμάτια απάνω (Έβαζαν λίγα ξύλα από την μια κι από την άλλη πλευρά, γινόταν γκερί, για να χωρέσουν πολλά δεμάτια (στον αραμπά) επάνω) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025