τραβώ
(ρ.)
ταυρώ
[tarˈvo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
ταυρού
[tarˈvu]
Ουλαγ.
ταυρώου
[tarˈvou]
Φάρασ.
τραβώ
[traˈvo]
Ανακ., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ.
ταγρώ
[taˈ ɣro]
Φλογ.
Παρατατ.
ταύρισ̑κα
[ˈtavriʃka]
Αξ.
ταύρεινα
[ˈtavrina]
Γούρδ.
ταύρανα
[ˈtavrana]
Μισθ.
τράβανα
[ˈtravana]
Μισθ.
τράβεινα
[ˈtravina]
Αραβ.
τράβ’να
[ˈtravna]
Ανακ.
ταυρείνκα
[taˈvrinka]
Φάρασ.
Αόρ.
ταύρησα
[ˈtavrisa]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Φάρασ.
τράβ’σα
[ˈtravsa]
Τελμ.
τάρφ’σα
[ˈtarfsa]
Αξ.
τράφ’σα
[ˈtrafsa]
Μισθ., Τελμ.
τράβηξα
[ˈtraviksa]
Μισθ.
τράβ’σα
[ˈtravsa]
Ανακ.
Υποτ.
τραβήσω
[traˈviso]
Σίλατ., Τελμ.
Εν. Υποτ. γ'
ταυρήσ̑’
[taˈvriʃ]
Αξ.
Προστ.
ταύρει
[ˈtavri]
Φάρασ.
ταύρα
[ˈtavra]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
Παθ.
ταυρούμαι
[taˈvrume]
Αραβαν., Γούρδ.
ταυριέμαι
[taˈvrʝeme]
Σίλ., Φλογ.
ταβιριέμαι
[taˈvirʝeme]
Αξ.
ταυριέμι
[taˈvrʝemi]
Μαλακ.
Εν. Παθ. γ'
ταυρι-έται
[tavriˈete]
Φάρασ.
Παθ. Αόρ.
ταυρήχα
[taˈvrixa]
Αξ., Γούρδ.
ταυρήθα
[taˈvriθa]
Φλογ.
ταυρήθα
[traˈviθa]
Ανακ., Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. ταυρίζω (πβ. Ἱππιατρ. 50.3 «κρατήσας τὸν πόδα ταῖς δυσὶν χερσὶν τὸ στραφὲν μέρος καὶ ταυρίσας ὀρθῶς αὐτὸ ὅπως ἔλθῃ εἰς τὸ κατὰ φύσιν») με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώ. Ο τύπ. τραβώ νεότ., πβ. Δαμασκ. Στουδ. Θησ. 1. 302 «κανένα δὲν ἀναγκάζω εἰς τὸ καλὸν. κανένα δὲν τραβῶ εἰς τὸ ἀγαθὸν». Η μετάθ. του [r] ήδη μεσν., πβ. Πόλ. Τρωάδ. 5826 «Ἐδά, κόρη, ἡ ἀγάπη σου τραβίζει με εἰς ἐσένα». Ο τύπ. ταυρώ Καλαβρ.
1. Μτβ., τραβώ, έλκω κάποιον ή κάτι προς την κατεύθυνση στην οποία κινούμαι για να του αλλάξω θέση ή για να τον βγάλω έξω
ό.π.τ.
:
Ε, νομάτη, ταύρει το γαϊρίτ' σου στο γκοdζ̑ί
(ε, άνθρωπε, τράβα το γαϊδούρι σου από το σωρό του σιταριού; )
Φάρασ.
-Dawk.
Σοτίπως τζ̑ο ταυρεί μις;
(γιατί δεν μας τραβάς (ενν. έξω από το πηγάδι);)
Φάρασ.
-Dawk.
Πσάσεν του βασ̑ιλιού τα ’ένια, τάρ’σεν ντα
(έπιασε του βασιλιά τα γένια, τα τράβηξε)
Αξ.
-Dawk.
Ντο φσ̑άχ ντο ντο̈σ̑έγι τ’ ταύρησέν ντο εκού ετσ̑έ
(το παιδί τράβηξε το κρεβάτι του προς τα εκεί, προς τα εδώ)
Ουλαγ.
-Dawk.
Άμα τραβάει το χαλκά, πόρτα έκλεισεν
(όταν τραβάει τον χαλκά, η πόρτα έκλεισε)
Ανακ.
-Cost.
Ταυρού ντου ράμμα
(τραβάω την κλωστή ενν. για να σφίξει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το χτήνο ούτσ̑α με ντο ταυράς κρίμα ’ναι
(την αγελάδα έτσι που την τραβάς κρίμα είναι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ταυρά τα μαλλιά τ’
(τραβά τα μαλλιά του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ετράβησέν ντου τἔνα κιοσέ
(τον τράβηξε σε μιά γωνιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ταύρειναμ’ ντ’ αραμπά μι ντά χέρια
(τραβούσαμε το κάρο με τα χέρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ταυρούμε το τουκάνι σ’ α’ώνι
(τραβούμε τη δοκάνα στο αλώνι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τάφ’σι ντου βούτσι ντου ντετσιού νταρπλάτσι ντου τσιόλας
(την τράβηξε, την βούτηξε, την έδειρε κιόλας)
Μισθ.
-Αρχέλ.
Μπαγουρντά, ταυράτ' μι, που λες, πιάσα δου ογώ μι δου αϊλφό μ', τὄνα μας τὄνα 'ου π'τα̈́ρ', τ' άλλου μας τ' άλλου ου π'τα̈́ρ', ντα ντυό μας ταυρούμ' ντου
(Φωνάζει, τραβάτε με! Που λες, την έπιασα εγώ με τον αδελφό μου, ο ένας μας το ένα πόδι, ο άλλος το άλλο, την τραβάμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'στέρου λητεύκαν α γλέχι 'ποποκάτου σο γουργούριν ντου, ταυρείνκαν ντα πανουφόρου
(Ύστερα έδεναν ένα μαντήλι κάτω από τον λαιμό του, το τραβούσαν προς τα πάνω)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Τράβαναν κλήρο
(τραβούσαν κλήρο˙ έβγαζαν κλήρο ενν. από την κληρωτίδα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ταυρεί την πρώτη
(τραβά την πρώτη˙ σέρνει τον χορό.Πβ. τουρκ. <em>başı çekmek</em> (τραβάω την αρχή) =σέρνω τον χορό)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Τον ταύρησεν ντα το χώμα του, ήρτε
(τον τράβηξε το χώμα, ήρθε˙ για εκείνους που μετά από χρόνια επέστρεφαν στην πατρίδα τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ταυρώ το κρίμα σ’
(τραβώ την αμαρτία σου˙ αναλαμβάνω την αμαρτία σου, πληρώνω για τις αμαρτίες σου.Πβ. τουρκ. <em>günahını çekmek</em> (τραβώ την αμαρτία) = πληρώνω την αμαρτία άλλου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ταυρώ πρόσωπο στο γιοργάν’
(τραβώ το πρόσωπο στο πάπλωμα˙ βάζω ένα σεντόνι στην εσωτερική πλευρά του παπλώματο, το σεντονιιάζω. Πβ.τουρκ<em>. yorgan yüzü</em> (το πρόσωπο του παπλώματος) = προστατευτικό κάλυμμα του παπλώματος))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ταυρώ ’να σιαπλαχιά
(τραβώ ένα χαστούκι˙ χαστουκίζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ταυρώ μάστικα
(τραβώ μαστίχα˙ μασώ μαστίχα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ειδικότ., ξερριζώνω
ό.π.τ.
:
Ταύρησεν στο βράδι του αν τσάρι
(Έβγαλε από την ουρά του μιά τρίχα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Σε πάου στ’ αμbέλι, σε τσ̑απαλαΐσου, σε τραβήσου χορτάρια
(Όταν πάω στο αμπέλι, θα σκάψω με την τσάπα, θα ξερριζώσω χορτάρια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD
Συνών.
γοπαρντίζω, σοκτώ :2, μαδώ
3. Ειδικότ., τραβώ προς τα μέσα, μαζεύω
Αξ., Αραβαν.
:
|| Φρ.
Ταύρα το γλώσσα
(τράβα τη γλώσσα˙ πρόσεχε τα λόγια σου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ταυρι-έται το βυζί
(τραβιέται το βυζί˙ κόβεται το γάλα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ταυρήχεν το γάλα μ'
(τραβήχτηκε το γάλα μου˙ (κόπηκε το γάλα μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Συνήθ. για κοπτικά εργαλεία και όπλα, μετακινώ από τη θέση του για να το χρησιμοποιήσω
Μισθ., Φάρασ.
:
Aπού ταύρησεν το τουφάνκι, δώτσ̑εν τo γκαρνό
(όταν τράβηξε το ντουφέκι, χτύπησε το ελάφι)
Φάρασ.
-Dawk.
Ταυρά ντου παλτά
(τραβάω τον μπαλτά, το τσεκούρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Το παιδί ταυρά μανχαίρ’ και σφάγν’ τη νύμφη
(το παιδί τραβά μαχαίρι και σφάζει τη νύφη)
Καππ.
-Αινατζ.
5. Συνήθ. με συνοδεία τοπικών επιρρημάτων, προχωρώ
:
Ταυρά ορτούσ̑κα
(Προχωρά ίσια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ’ σιbιισίτ μέρα τα φσ̑άχα τάρφ’σαν ομbρό
(την επόμενη μέρα τα παιδιά τράβηξαν μπροστά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Άιdε ταύρα, άμε σ’ στράτα σ’
(άντε προχώρα, πήγαινε στο δρόμο σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ταυρώ απάν' μι δα χαλκάϊα, γιόμωνα α χαλκάϊα, κουβάλαναμ' ντα
(προχωράω πάνω με τα σίδερα, γέμιζα τα σίδερα, τα κουβαλούσαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ταύρα άμε ποίκι ντου
(Τράβα άντε κάνε το)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Ταύρα άμε στράτα σ'
(Άντε τράβα στο δρόμο σου)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Φρ.
Τράβανεν πίσω
(τράβαγε, προχωρούσε πίσω˙ για έμψυχο, δεν αναπτύσσεται)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
6. Υποφέρω, υπομένω μιά αρνητική κατάσταση
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Τζαι ατότε κάτζευσε Πέτρος τζι είπεντι χριστόν μου, νούλ-λοι να πνώσουν, τζαι στο σον τη νάκρα, να μη ταυρήσουν τζαστέ
(και τότε μίλησε ο Πέτρος κι είπε στον Χριστό μου, όλοι να κοιμηθούν και εξαιτίας του να μην υπομείνουν αγωνία)
Καππ.
-Lag.
Ντιλκίς πήγε σ’ ένα μέρος, και εκεί ντϋσ̑ΰνdϋζε τσ̑ι ταύρησε
(η αλεπού πήγε σε ένα μέρος και εκεί αναλογιζόταν τι υπέφερε)
Αραβαν.
-Dawk.
Απ’ εσέ κιμόν’ τι ταύρησα!
(εξαιτίας σου τι τράβηξα!)
Ουλαγ.
-Κεσ.
τ͑ι ’νdαι ετούτα τα ταυρώ ας το σον νάκρα
(τι είναι αυτά που υποφέρω εξαιτίας σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πολύ τράβηξαμ’ τσιόδι
(πολλά υποφέραμε τότε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μάνα μ’, λέιξι, πολύ τάφ’σαμ’
(η μάνα μου έλεγε ότι υποφέραμε πολλά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ρεν τραβιέσι
(δεν υποφέρεσαι˙ δεν αντέχω τη συμπεριφορά σου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ταυρώ γιαζ
(τραβώ πένθος˙ πενθώ. Πβ. τουρκ. yas çekmek (τραβώ πένθος) = πενθώ )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ταυρούμ’ πενθος
(τραβάμε πένθος˙ ό,τι η προηγ. φρ.)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Ο νομάτ’του τζ̑ο γ’ρεύει τ’΄όργον ντου, ταυρεί το σεφελι-έχι
(ο άνθρωπος που δεν κοιτάζει τη δουλειά του, τραβάει δυστυχία˙ όποιος αναμειγνύεται σε ξένες υποθέσεις, περιέρχεται σε δύσκολες ή επικίνδυνες καταστάσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο σιδεράς μο τον γκαρβουνά μαργαώνουνε, τον τζερεμέ ταυρεί τα ο τσ̑ουλφάς
(ο σιδεράς με τον καρβουνιάρη μαλώνουν, τη ζημιά την παθαίνει ο ανυφαντής˙ σε έριδα ζημιώνεται πάντα κάποιος τρίτος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κουρτώ, νταγιαντίζω, υπομένω
β.
Και αμτβ., υποφέρω
Φάρασ.
:
Σ’ φιλάν το χωριό λερό ντεν εχ’νε και ταυρούν
(στο τάδε χωριό δεν έχουν νερό και υποφέρουν
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλί πάλι ’πνώνει όξου, άμα πώς ταυρεί κανείς τζ̑ο κατέσ̑ει τα
(το σκυλί πάλι κοιμάται έξω, όμως τι υποφέρει κανείς δεν το ξέρει
˙
δύσκολα μπαίνουμε στη θέση του άλλου για να καταλάβουμε τις δυσκολίες του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
7. Αντλώ υγρό
Αξ., Αραβ., Σίλ.
:
Τάρφ’σα λερό ας το πλεφρό
(άντλησα νερό από το πηγάδι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Τραβώ νιαρό
(τραβώ νερό˙ έχω υγρασία)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αφέτε, ας ταυρήσουν ας γενούν καλά
(αφήστε τα (ενν. τα ψωμιά), ας τραβήξουν (ενν. την υγρασία), ας γίνουν καλά˙ το έλεγαν για τη ζύμη, να φουσκώσει κατά το ψήσιμο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
8. Απορροφώ κάποιο υγρό
Αξ., Μισθ.
:
Ταύρανεν ντου λερό τ’
(τραβούσαν το νερό του (ενν. του τυριού) δηλ. το στέγνωναν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Τάρφ’σεν το κεφάλ’
(τράβηξε το κεφάλι˙ ήπιε πολύ, μέθυσε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
9. Ρουφάω υγρό ή καπνό
Μισθ., Σίλ.
:
Τράβησα μιά απ’ καϊφέ
(τράβηξα μιά ρουφηξιά καφέ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τραβώ ντζιγάρα μου
(ρουφώ το τσιγάρο μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ταύρανι τσι τζ̑ίγαρα
(ρουφούσε και τσιγάρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
10. Στον αόρ., μοιάζω με κάποιον
Αραβαν., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Ιτό το φσ̑αχ τίνα ταύρησε;
(αυτό το παιδί σε ποιον να έμοιασε;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ταύρησε ’ς του παππούκα του το ταμάρι
(έμοιασε από του παππού του τη γενιά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
11. Αμτβ., για χρόνο, στο γ΄ εν., έχω μεγαλύτερη διάρκεια απ’ όσο πρέπει
Σίλ.
:
Τρεις μέρες τραβά, ρε πούρ’σε να πεσάνει
(τρεις μέρες κρατά, δεν μπόρεσε να πεθάνει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
12. Μεσοπαθ., αποσύρομαι
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ.
:
Τα βραγιά ο κόσμος ταβιργιέται απέσω
(τα βράδια ο κόσμος αποσύρεται μέσα, ενν. στα σπίτια του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ούλου κόσμους να τραβηχτεί μέσα
(όλος ο κόσμος θα πάει στα σπίτια του)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ταυρημένο ένα κιöσέ κόοτον
(Καθόταν αποτραβηγμένος σε μιά γωνιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.