μουρντάρης
(επίθ.)
μουρντάρης
[murˈdaris]
Φάρασ.
μουρτάρης
[murˈtaris]
Μισθ., Φάρασ.
μουρντάρ'
[murˈdar]
Τροχ., Φάρασ.
μουντάρης
[muˈndaris]
Σίλ., Φάρασ.
μουντάρ'
[munˈdar]
Αξ., Μαλακ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ.
Θηλ.
μουρντάρτ͑σα
[murˈdartʰsa]
Φάρασ.
μουντάρτ͑σα
[muˈdartʰsa]
Φάρασ.
μουντάρ'σσα
[muˈdarsa]
Σίλ.
Ουδ.
μουρντάρι
[murˈdari]
Φάρασ.
μουνdάρι
[muˈndari]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. μουρδάρης/μουρτάρης, από το τουρκ. (< περσ.) επίθ. murdar, όπου και διαλεκτ. τύπ. mundar = α) βρώμικος, ακάθαρτος β) μτφ., ανήθικος, διεφθαρμένος, (Tietze 2019, λ. murdar).
1. Ως επίθ., ακάθαρτος, ρυπαρός, μολυσμένος
ό.π.τ.
:
Το αβάφτιστο μωρό μουντάρ' είναι
(Το αβάφτιστο μωρό είναι ακάθαρτο)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Το μουντάρι μουνταρλατίζει τσ̑αι τα ’πομεινά
(Το μολυσμένο μολύνει και τα υπόλοιπα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Αν έν’ πολλά αμαρτωλωμένο στέλλ’ το ψυή τ’ σο γάιδαρο, σο σκυλί, σ’ μουντάρια
(Aν είναι πολύ αμαρτωλός (ο Θεός) στέλνει την ψυχή του στο γάιδαρο, στο σκυλί, σε ακάθαρτα ζώα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Μουνταριού κ'λάκ'
(Παιδί του βρωμιάρη˙ ύβρις)
-Τζιούτζ.
2. Ως επίθ., μολυσμένος και κατ' επέκτ. ψόφιος
Φάρασ.
:
Το μουντάρι το πρόβατο
(Το ψόφιο πρόβατο)
Φάρασ.
-Dawk.
β.
Μτφ., ανήθικος, διεφθαρμένος
Μισθ., Σίλ.
:
Αυτσή πολύ μουντάρ’σσα ’ναι: τσ̑όνκιαν φτσάνει, χαχτά τα μένα
(Aυτή είναι πολύ άτιμη, ότι και να κάνει τα ρίχνει σε μένα
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Ως ουσ., ψοφίμι
Φάρασ.
β.
Μτφ., μίασμα
Φερτάκ.
:
Αφού αγιάσει ο παπάς απ' το μουντάρ' βγαίνουν
(Αφού κάνει αγιασμό ο παπάς απαλλάσσονται από το μίασμα
)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.