μουσιά
(ουσ. θηλ.)
μουσ̑ά
[muˈʃa]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. ἀμπωσιά = σπρώξιμο, το οπ. από το διαλεκτ. ρ. ἀμπώθω (< ἀπωθῶ) και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά, πβ. και τύπ. 'π-πωσιά Ρόδ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀμπωσε̮ά).