ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουσιά (ουσ. θηλ.) μουσ̑ά [muˈʃa] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. ἀμπωσιά = σπρώξιμο, το οπ. από το διαλεκτ. ρ. ἀμπώθω (< ἀπωθῶ) και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά, πβ. και τύπ. 'π-πωσιὰ Ρόδ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀμπωσε̮ά).
Γροθιά : Σε σ' κατεβάσω νια μουσ̑ά (Θα σου κατεβάσω μιά γροθιά) Σίλ. -Κωστ.Σ.