ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουμπρούχι (ουσ. ουδ.) γιουμbρούχι [ʝumˈbruxi] Φάρασ., Φκόσ. ιμbρούχ' [imˈbrux] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. yumruk = γροθιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. yumruh.
Γροθιά ό.π.τ. : Ο πεχλιβάνης χέμεν μούχ'σιν το γιουμbρούχι του σου 'ρκουδού τον τσενέ, έκοψε το σολούχι του (Ο παλαιστής αμέσως έχωσε την γροθιά του στο σαγόνι της αρκούδας, της έκοψε την ανάσα) Φάρασ. -Παπαδ. ’γώ σο γιουμbρούχι σου 'πέσου να μπω, τσ̑ο φτάνω τα ν'τα πλερώσω (Eγώ και να μπω μέσα στην φούχτα σου, δεν φτάνω να την γεμίσω) Φκόσ. -Παπαδ. Δίνισκε σην μπούκα τ' ένα ιμbρούχ' και το νερό κονώταν (Έδινε στο στόμα του μιά γροθιά και το νερό (που κουβαλούσε) χυνόταν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γροθιά, μουσιά