γιουμπρούχι
(ουσ. ουδ.)
γιουμbρούχι
[ʝumˈbruxi]
Φάρασ., Φκόσ.
ιμbρούχ'
[imˈbrux]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. yumruk = γροθιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. yumruh.
Γροθιά
ό.π.τ.
:
Ο πεχλιβάνης χέμεν μούχ'σιν το γιουμbρούχι του σου 'ρκουδού τον τσενέ, έκοψε το σολούχι του
(Ο παλαιστής αμέσως έχωσε την γροθιά του στο σαγόνι της αρκούδας, της έκοψε την ανάσα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
’γώ σο γιουμbρούχι σου 'πέσου να μπω, τσ̑ο φτάνω τα ν'τα πλερώσω
(Eγώ και να μπω μέσα στην φούχτα σου, δεν φτάνω να την γεμίσω)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Δίνισκε σην μπούκα τ' ένα ιμbρούχ' και το νερό κονώταν
(Έδινε στο στόμα του μιά γροθιά και το νερό (που κουβαλούσε) χυνόταν)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γροθιά, μουσιά