ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουσαμπάς (ουσ. αρσ.) μουσ̑αμbάς [muʃamˈbas] Σινασσ., Φάρασ. μουσαbά [musaˈba] Μισθ. μουσ̑αμάς [muʃaˈmas] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. muşamba = μουσαμάς. Ο τύπ. μουσ̑αμάς από τον διαλεκτ. τύπ. muşamma.
Ύφασμα αδιαβροχοποιημένο με κερί, μουσαμάς ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 22/06/2025