μουσαμπάς
(ουσ. αρσ.)
μουσ̑αμbάς
[muʃamˈbas]
Σινασσ., Φάρασ.
μουσαbά
[musaˈba]
Μισθ.
μουσ̑αμάς
[muʃaˈmas]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. muşamba = μουσαμάς. Ο τύπ. μουσ̑αμάς από τον διαλεκτ. τύπ. muşamma.
Ύφασμα αδιαβροχοποιημένο με κερί, μουσαμάς
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 22/06/2025