μουσαμπάς
(ουσ. αρσ.)
μουσ̑αμbάς
[muʃamˈbas]
Φάρασ.
μουσαbά
[musaˈba]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. muşamba = μουσαμάς.
Ύφασμα αδιαβροχοποιημένο με κερί, μουσαμάς.