κέφι
(ουσ. ουδ.)
κέφι
[ˈcefi]
Μισθ., Ουλαγ.
κέιφι
[ˈceifi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κέφ'
[cef]
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
Πληθ.
καΐφε
[kaˈife]
Φάρασ.
κέιφα̈
[ˈceifæ]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. κέφι, όπου και τύπ. κεΐφι (Mackridge 2021: 118), το οπ. από το τουρκ. ουσ. keyif (< αραβ. kayf)= κέφι, διάθεση, όπου και διαλεκτ. τύπ. kef και kayf.
Κέφι, διάθεση ευθυμίας
ό.π.τ.
:
Έφααν, τράν'σαν το κέφι τ'
(Έφαγαν, γλέντησαν με την ψυχή τους)
Ουλαγ.
-Dawk.
'α κάτσου μο ντη χανίμα' α μποίκου κέιφι
(Θα κάτσω με την γυναίκα, θα διασκεδάσω)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Τα 'πεμεινά πάλι κωάνε κέιφα̈ μο τα φαέματα τζ̑αι τα πιέματα
(Οι υπόλοιποι πάλι συνεχίζουν το γλέντι με φαγοπότια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τζ̑αι 'στέρου ποίκ' το κέιφι σου τζ̑αι φά’ με μο το χουζούρι σου
(Και ύστερα κάνε το κέφι σου και φάε με με την ησυχία σου)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ογώ ντου κέφι μ', ντου κέφι μ' μποίκα δου, πλέρουσα τσι μποίκα δου
(Εγώ το κέφι μου, το κέφι το έκανα, πλήρωσα και το έκανα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μιστιλιώτ' ούλα σωρόφταν 'ς Αγιονέρ', να γιορτάσ'νι, να γλενdήσ'νι, ντα χουσούμια να ρανήσ'νι, να ποίκ'νι κέφ'
(Όλοι οι Μιστιώτες μαζεύτηκαν στο Αγιονέρι, να γιορτάσουν, να γλεντήσουν, να δούν τους συγγενείς τους, να κάνουν κέφι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Τσακίρ' κέφ'
(Κέφι του κρασιού˙ μεγάλο κέφι μετά από κατανάλωση οινοπνευματωδών)
Σινασσ.
-Βλασ.