κεφλούς
(επίθ.)
κ͑εφλούς
[kʰeˈflus]
Φάρασ.
κεφλού
[ceˈflu]
Μαλακ.
Πληθ.
κεφλούγια
[ceˈfluʝa]
Αξ.
Θηλ.
κ͑εφλούσα
[kʰeˈflusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. keyifli = κεφάτος.
Εύθυμος, κεφάτος
ό.π.τ.
:
Κεφλούγια παραμαίν'νε
(Επιστρέφουν κεφάτοι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.