ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεφλούς (επίθ.) κ͑εφλούς [kʰeˈflus] Φάρασ. κεφλού [ceˈflu] Μαλακ. Πληθ. κεφλούγια [ceˈfluʝa] Αξ. Θηλ. κ͑εφλούσα [kʰeˈflusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. keyifli = κεφάτος.
Εύθυμος, κεφάτος ό.π.τ. : Κεφλούγια παραμαίν'νε (Επιστρέφουν κεφάτοι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.