κιαγκράντισμα
(ουσ. ουδ.)
κιαγκράdισμα
[caˈgradizma]
Μισθ.
Από το αορ. θ. του ρ. κιαγκραντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βράχνιασμα.