κιαρχανάς
(ουσ. αρσ.)
κιαρχανά
[carxaˈna]
Σίλ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. kârhane = εργαστήριο, βιοτεχνία, το οπ. κατά τον Nisanyan (2020: λ. kerhane) δεν συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. kerhane, αν και συχνά συνεξετάζονται.
Εργαστήριο αγγειοπλαστικής
Σίλ.