ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιαρχανάς (ουσ. αρσ.) κιαρχανά [carxaˈna] Σίλ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. kârhane = εργαστήριο, βιοτεχνία, το οπ. κατά τον Nisanyan (2020: λ. kerhane) δεν συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. kerhane, αν και συχνά συνεξετάζονται.
Εργαστήριο αγγειοπλαστικής Σίλ.
Τροποποιήθηκε: 25/10/2024