ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιατίπης (ουσ. αρσ.) κιατίπης [caˈtipis] Σίλ. κ͑ατ͑ίπ͑ης [kʰaˈtʰipʰis] Φάρασ. Νεότ. ουσ. κιατίπης (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 20.2.1 «Ἦλθεν ἀπὸ τὸ Νύσσι ὁ Μεχμὲδ ἐφένδης, κιατίπης τοῦ ἐκεῖσε»), το οπ. από το τουρκ. kâtip.
1. Γραμματέας, γραμματικός Φάρασ.
2. Λογιστής Σίλ. : Μέγας τους ενίσκιτι τουτουνών κιατίπης (Ο μεγαλύτερος από αυτούς έγινε λογιστής) Σίλ. -Dawk.