κιατίπης
(ουσ. αρσ.)
κιατίπης
[caˈtipis]
Σίλ.
κ͑ατ͑ίπ͑ης
[kʰaˈtʰipʰis]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. κιατίπης (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 20.2.1 «Ἦλθεν ἀπὸ τὸ Νύσσι ὁ Μεχμὲδ ἐφένδης, κιατίπης τοῦ ἐκεῖσε»), το οπ. από το τουρκ. kâtip.
1. Γραμματέας, γραμματικός
Φάρασ.
2. Λογιστής
Σίλ.
:
Μέγας τους ενίσκιτι τουτουνών κιατίπης
(Ο μεγαλύτερος από αυτούς έγινε λογιστής)
Σίλ.
-Dawk.