κιάφι
(ουσ. ουδ.)
κιάφ'
[caf]
Μαλακ.
κιάφια
[ˈcafʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. kef (< περσ. kaf)= αφρός που ανεβαίνει στην επιφάνεια κατά το βράσιμο.
Ό,τι απομένει από τον βρασμό