κιγιαμέτ
(ουσ. ουδ.)
qι̂γιαμέτ
[qɯʝaˈmet]
Μαλακ.
qιγιαμέτdεν
[qɯʝaˈmetden]
Τελμ.
qι̂γιαμέτια
[qɯʝaˈmetça]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. kıyamet (από τα αραβ.) = το τέλος του κόσμου και η ανάσταση των νεκρών κατά την μωαμεθανική θρησκεία. Ο τύπ. qιγιαμέτdεν από τον τύπ. αφαιρετικής εν. kıyametten.
Ανάσταση, Δευτέρα Παρουσία
Τελμ.
:
qιγιαμέτdεν σονgραdάν να το κλάψουμ' για;
(Θα τον θρηνούμε και μετά την Δευτέρα Παρουσία;)
Τελμ.
-Dawk.
Ως τα qι̂γιαμέτια
(Mέχρι την συντέλεια των αιώνων, για πάντα)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.