ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιγιαμέτ (ουσ. ουδ.) qι̂γιαμέτ [qɯʝaˈmet] Μαλακ. qιγιαμέτdεν [qɯʝaˈmetden] Τελμ. qι̂γιαμέτια [qɯʝaˈmetça] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. kıyamet (από τα αραβ.) = το τέλος του κόσμου και η ανάσταση των νεκρών κατά την μωαμεθανική θρησκεία. Ο τύπ. qιγιαμέτdεν από τον τύπ. αφαιρετικής εν. kıyametten.
Ανάσταση, Δευτέρα Παρουσία Τελμ. : qιγιαμέτdεν σονgραdάν να το κλάψουμ' για; (Θα τον θρηνούμε και μετά την Δευτέρα Παρουσία;) Τελμ. -Dawk. Ως τα qι̂γιαμέτια (Mέχρι την συντέλεια των αιώνων, για πάντα) Μαλακ. -Τζιούτζ.