ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιαρλούς (επίθ.) κ͑α̈ρλούς [kʰærˈlus] Αφσάρ. κ͑ερλούς [kʰerˈlus] Φάρασ. Θηλ. κ͑ερλούσα [kʰerˈlusa] Φάρασ. κ͑α̈ρλούσα [kʰærˈlusa] Αφσάρ. Από το τουρκ. επίθ. kârlı = κερδοφόρος. Πβ. κιάρι
Κερδοφόρος ό.π.τ. : Το γιο μας ντα βγκάλουμε χεκίμη, ένι κερλούς τζ̑αι γολάι ζενεχέτι (Το γιο μας να τον βγάλουμε γιατρό, είναι κερδοφόρο και εύκολο επάγγελμα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.