κιαρλούς
(επίθ.)
κ͑α̈ρλούς
[kʰærˈlus]
Αφσάρ.
κ͑ερλούς
[kʰerˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
κ͑ερλούσα
[kʰerˈlusa]
Φάρασ.
κ͑α̈ρλούσα
[kʰærˈlusa]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. kârlı = κερδοφόρος.
Πβ.
κιάρι
Κερδοφόρος
ό.π.τ.
:
Το γιο μας ντα βγκάλουμε χεκίμη, ένι κερλούς τζ̑αι γολάι ζενεχέτι
(Το γιο μας να τον βγάλουμε γιατρό, είναι κερδοφόρο και εύκολο επάγγελμα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.