κιαμίλ
(επίθ.)
κιαμίλ
Από το τουρκ, επίθ. kâmil = α) τέλειος β) ώριμος.
Έξυπνος, γνωστικός
Τροχ.
:
Κιαμίλ ιντσάνος λέισ̑κεν: «Μποίκα κ’λάκια, να τα σπουδάσω»
(Ο γνωστικός άνθρωπος έλεγε: "Έκανα παιδιά, θα τα σπουδάσω")
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ακιλής, αντικάς :2, αχαμνός, κεσκίνι, τσακμάκι :3