κιαμίλ
(επίθ.)
κιαμίλ
[caʹmil]
Τροχ.
τσ̑αμίλ
[tʃaʹmil]
Τροχ.
κεμίλ
[ceʹmil]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. kâmil = α) τέλειος β) ώριμος.
Γνωστικός, σοφός
:
Κιαμίλ ιντσάνος λέισ̑κεν: «Μποίκα κ’λάκια, να τα σπουδάσω»
(Ο γνωστικός άνθρωπος έλεγε: "Έκανα παιδιά, θα τα σπουδάσω")
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Κεμίλ λαχι̂ρντί
(Σοφά λόγια, σωστές κουβέντες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ακιλής, αντικάς :2, αχαμνός, κεσκίνι, τσακμάκι :3
Τροποποιήθηκε: 11/04/2025