ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεφσούζης (επίθ.) κεϊφσούζη [ceifˈsuzi] Φάρασ. κ͑εφσούζης [kʰefˈsuzis] Φάρασ. Θηλ. κ͑εφσούζα [kʰefˈsuza] Φάρασ. Ουδ. κ͑εφσούζι [kʰefˈsuzi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. keyifsiz = άκεφος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kefsiz = άρρωστος.
1. Ως επίθ., άκεφος, στενοχωρημένος
2. Ως ουσ., ακεφιά, έλλειψη διάθεσης.
Τροποποιήθηκε: 24/01/2025