κεφσούζης
(επίθ.)
κεϊφσούζη
[ceifˈsuzi]
Φάρασ.
κ͑εφσούζης
[kʰefˈsuzis]
Φάρασ.
Θηλ.
κ͑εφσούζα
[kʰefˈsuza]
Φάρασ.
Ουδ.
κ͑εφσούζι
[kʰefˈsuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. keyifsiz = άκεφος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kefsiz = άρρωστος.
1. Ως επίθ., άκεφος, στενοχωρημένος
2. Ως ουσ., ακεφιά, έλλειψη διάθεσης.