κεχαγιάς
(ουσ. αρσ.)
κεχαγιάς
[cexaˈʝas]
Φκόσ.
κεχάς
[ceˈxas]
Φάρασ.
κ͑ιαχ̇ιάς
[kʰaxˈʝas]
Δίλ., Σίλατ., Σινασσ.
Θηλ.
κεχάβη
[ceˈxavi]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. κεχαγιάς = τιτλούχος της σουλτανικής αυλής, από το τουρκ. ουσ. kâhya, όπου παλ. τύπ. kihaya (Tietze 2016, λ. kihaya/kâhya). Το θηλ. κεχάβη με το παραγωγ. επίθμ. -άβη.
1. Άρχοντας
ό.π.τ.
:
Ατο τη μία, σ’ ε χωρίος ήτουν αν ατσίκ τσενέ ακσαχαλλούς κεχαγιάς
(Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας αθυρόστομος ασπρογένης άρχοντας)
Φκόσ.
-Παπαδ.
2. Aντιπρόσωπος τοπικής κοινότητας στην οθωμανική κυβέρνηση
Σινασσ.
4. Κτηνοτρόφος
Φκόσ.