ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεχαγιάς (ουσ. αρσ.) κεχαγιάς [cexaˈʝas] Φκόσ. κεχάς [ceˈxas] Φάρασ. κ͑ιαχ̇ιάς [kʰaxˈʝas] Δίλ., Σίλατ., Σινασσ. Θηλ. κεχάβη [ceˈxavi] Φάρασ. Νεότ. ουσ. κεχαγιάς = τιτλούχος της σουλτανικής αυλής, από το τουρκ. ουσ. kâhya, όπου παλ. τύπ. kihaya (Tietze 2016, λ. kihaya/kâhya). Το θηλ. κεχάβη με το παραγωγ. επίθμ. -άβη.
1. Άρχοντας ό.π.τ. : Ατο τη μία, σ’ ε χωρίος ήτουν αν ατσίκ τσενέ ακσαχαλλούς κεχαγιάς (Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας αθυρόστομος ασπρογένης άρχοντας) Φκόσ. -Παπαδ.
2. Aντιπρόσωπος τοπικής κοινότητας στην οθωμανική κυβέρνηση Σινασσ.
3. Kλητήρας του χωριού Δίλ., Σίλατ. Συνών. πατρίκος
4. Κτηνοτρόφος Φκόσ.