κεφίνι
(ουσ. ουδ.)
κεφίνι
[ceˈfinι]
Αφσάρ., Τελμ., Φάρασ.
κεφίν'
[ceˈfin]
Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τροχ., Φλογ.
καφίνι
[kaˈfini]
Σίλ., Σινασσ.
κ͑αφί
[kʰaˈfi]
Ποτάμ.
Απο το τουρκ. ουσ. kefen (< αραβ. kafan) = σάβανο, όπου και τύπ. kefin.
Σάβανο
ό.π.τ.
:
Όποιο τα παίνιξιν σου χαdζή φέριξιν ντάμα τα’ τσι ντου κεφίνι τ’
(Όποιος πήγαινε στα Ιεροσόλυμα έφερνε μαζί του και τα σάβανό του )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τρείς πήχες ήτουνε το κεφίνι
(Το σάβανο είχε μήκος τρεις πήχες)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
'α σε γενεί κεφίν'
(Nα σου γίνει σάβανο· αρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Κεφινέ μποσαdώ σου
(Χέζω το σάβανό σου˙ ύβρις· από την τουρκ. φρ.<em> kefine boşanmak</em>)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ράφτεις το κεφίνι σου
(Ράβεις το σάβανό σου˙ για γυναίκες που έρραβαν την Τετάρτη)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
|| Ασμ.
Ο κόσμος ένι ακέρδωτο, κανείς δεν το κερδά τον
Κερδούνdαι τ' άργια τα βουνά και τα φοβερά τα πλάγια;
Κερδάται μαύρη χαρδαλιά και τ' άσπρο το κεφίνι; (Ο κόσμος είναι ανίκητος και κανείς δεν τον νικάει
Νικιούνται τα άγρια τα βουνά και τα φοβερά τα πλάγια;
Νικιέται ο μαύρος τάφος και το άσπρο σάβανο;) Τελμ. -Lag. Ξέβαλα το τολπάντζι μου, κεφίνι τον εποίκα
ξέβαλα το σπαθίdζι μου, μουρμούρι τον εποίκα (Έβγαλα τον τουρμπάνι μου, του έφτιαξα σάβανο,
έβγαλα το σπαθάκι μου, του έφτιαξα μνήμα) Τελμ. -Lag.
Κερδούνdαι τ' άργια τα βουνά και τα φοβερά τα πλάγια;
Κερδάται μαύρη χαρδαλιά και τ' άσπρο το κεφίνι; (Ο κόσμος είναι ανίκητος και κανείς δεν τον νικάει
Νικιούνται τα άγρια τα βουνά και τα φοβερά τα πλάγια;
Νικιέται ο μαύρος τάφος και το άσπρο σάβανο;) Τελμ. -Lag. Ξέβαλα το τολπάντζι μου, κεφίνι τον εποίκα
ξέβαλα το σπαθίdζι μου, μουρμούρι τον εποίκα (Έβγαλα τον τουρμπάνι μου, του έφτιαξα σάβανο,
έβγαλα το σπαθάκι μου, του έφτιαξα μνήμα) Τελμ. -Lag.