ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεφινώνω (ρ.) κιαφινώνω [cafiˈnono] Τροχ. Από το ουσ. κεφίνι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Σαβανώνω : Δε λούζουμ' το πεθαμένο, το κιαφινώνουμ' (Δεν πλένουμε τον νεκρό, τον σαβανώνουμε) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. κεφινετίζω, σαβανιάζω
Τροποποιήθηκε: 25/10/2024