κεφινώνω
(ρ.)
κιαφινώνω
[cafiˈnono]
Τροχ.
Από το ουσ. κεφίνι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Σαβανώνω
:
Δε λούζουμ' το πεθαμένο, το κιαφινώνουμ'
(Δεν πλένουμε τον νεκρό, τον σαβανώνουμε)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
κεφινετίζω, σαβανιάζω