ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βάφω (ρ.) βάφου [ˈvafu] Μισθ. Παρατατ. βάφεινα [ˈvafina] Σίλ. Αόρ. έβαψα [ˈevapsa] Μισθ. βάφ'σα [ˈvafsa] Μισθ. Παθ. βαφιέμι [vaˈfçemi] Μισθ. Από το μεσν. ρ. βάφω, το οπ. από αρχ. ρ. βάπτω. Η λ. πιθ. από την Κοινή ΝΕ.
1. Βάφω ό.π.τ. : Βάφ' δα μαλλιά (Βάφει τα μαλλιά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Tiς τα έβαψιν τ' άλλου σαβάρ; (Ποιος τα έβαψε την άλλη φορά;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. μπογιαντίζω
2. Λερώνω : Βάφσα ντου μι όιμα (Τον λέρωσαν με αίμα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βάφω :2, βουτώ, κιρλεντώ, μπατιρντίζω, ρυπώνω, ρυπιάνω