βάφω
(ρ.)
βάφου
[ˈvafu]
Μισθ.
Παρατατ.
βάφεινα
[ˈvafina]
Σίλ.
Αόρ.
έβαψα
[ˈevapsa]
Μισθ.
βάφ'σα
[ˈvafsa]
Μισθ.
Παθ.
βαφιέμι
[vaˈfçemi]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. βάφω, το οπ. από αρχ. ρ. βάπτω. Η λ. πιθ. από την Κοινή ΝΕ.
1. Βάφω
ό.π.τ.
:
Βάφ' δα μαλλιά
(Βάφει τα μαλλιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Tiς τα έβαψιν τ' άλλου σαβάρ;
(Ποιος τα έβαψε την άλλη φορά;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
μπογιαντίζω
2. Λερώνω
:
Βάφσα ντου μι όιμα
(Τον λέρωσαν με αίμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
βάφω :2, βουτώ, κιρλεντώ, μπατιρντίζω, ρυπώνω, ρυπιάνω