ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαφτιστικὀς (επίθ.) βαφτιστικός [vaftistiˈkos] Φάρασ. βαφτισ̑τικό [vaftiʃtiˈko] Φλογ. βαφτιστσικό [vaftistsiˈko] Γούρδ. βαφτσ̑ικὀ [vaftʃiˈko] Αραβαν., Σίλ. μαφτιστικό [maftistiˈko] Μισθ. Πληθ. μαφτικόνια [maftiˈkoɲa] Τροχ. Aπό το μεσν. επίθ. βαφτιστικός. Η ουσιαστικοπ. ήδη μεσν.
1. Ως επίθ., αυτός ο οποίος σχετίζεται με την βάπτιση Γούρδ., Φάρασ.
2. Ως ουσ., βαφτισιμιός, βαφτιστήρι ό.π.τ. : Τια τ' παιρί βαφτσ̑ικό μου 'ναι (Αυτό το παιδί είναι βαφτισιμιός μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αυτό που βάφσα ογώ λέει τι σου γίνιδι; Είνι σύντικλου, είνι μαφτιστικό μ' (Αυτό που βάφτισα εγώ, λέει, τί σου γίνεται; Είναι σύντεκνος, είναι βαφτιστικός μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μάνα μ’ έχισκε πέντε μαφτικόνια (Η μάνα μου είχε πέντε βαφτιστήρια) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. φωτιστικός