βαφτιστικὀς
(επίθ.)
βαφτιστικός
[vaftistiˈkos]
Φάρασ.
βαφτισ̑τικό
[vaftiʃtiˈko]
Φλογ.
βαφτιστσικό
[vaftistsiˈko]
Γούρδ.
βαφτσ̑ικὀ
[vaftʃiˈko]
Αραβαν., Σίλ.
μαφτιστικό
[maftistiˈko]
Μισθ.
Πληθ.
μαφτικόνια
[maftiˈkoɲa]
Τροχ.
Aπό το μεσν. επίθ. βαφτιστικός. Η ουσιαστικοπ. ήδη μεσν.
1. Ως επίθ., αυτός ο οποίος σχετίζεται με την βάπτιση
Γούρδ., Φάρασ.
2. Ως ουσ., βαφτισιμιός, βαφτιστήρι
ό.π.τ.
:
Τια τ' παιρί βαφτσ̑ικό μου 'ναι
(Αυτό το παιδί είναι βαφτισιμιός μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αυτό που βάφσα ογώ λέει τι σου γίνιδι; Είνι σύντικλου, είνι μαφτιστικό μ'
(Αυτό που βάφτισα εγώ, λέει, τί σου γίνεται; Είναι σύντεκνος, είναι βαφτιστικός μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μάνα μ’ έχισκε πέντε μαφτικόνια
(Η μάνα μου είχε πέντε βαφτιστήρια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
φωτιστικός