νοχούτι
(ουσ. ουδ.)
νοχούτ'
[noˈxut]
Μαλακ., Σίλατ.
νοχούτσ̑ι
[noˈxutʃi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. nohut = ρεβίθι.
Ρεβίθι
ό.π.τ.
:
Σε πάρου φακή μας, νοχούτσ̑ι μας, μπουλγούρι μας, άλ̑ειμμα μας, θα 'ρθώ σπίτσ̑ι μας
(Θα πάρω τη φακή μας, τα ρεβίθια μας, το πληγούρι μας, το λίπος μας, θα γυρίσω στο σπίτι μας)
Σίλ.
-Pernot.Gall.
Συνών.
ρεβίθι