ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νούρι (ουσ. ουδ.) νούρι [ˈnuri] Ουλαγ. Από το νεότ. ουσ. νούρι = φως, λάμψη της ομορφιάς (Mackridge 2021: 42), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. nur = α) φως, λάμψη β) πνευματική λάμψη, άλως, πνεύμα γ) δόξα. Η λ. και σε ν.ε. ιδιώμ.
Πνεύμα, ψυχή : Δακρύζουν τα μάτια τ’, όζαμαν κονώται ντο νούρι τ’· αν έν καλό ψυή, έρονται μελέικια (Δακρύζουν τα μάτια του, τότε αδειάζει, φεύγει το πνεύμα του· αν είναι καλή ψυχή, έρχονται άγγελοι) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.