νονάκα
(ουσ.)
νουνάκα
[nuˈnaka]
Μισθ., Φλογ.
νουνάκ-κα
[nuˈnakka]
Αξ.
Από το ουσ. νουνά (βλ. λ. νονός) και το παραγωγ. επίθμ. -κα.
Θωπευτ., η νονά
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Άκου τα, νουνάκα μ', αν κείσαι κι αν κοιμάσαι
Ήψε το τσιρέκι σ' και σέμα σο κελλάρι σ' (Άκου τα, νονίτσα μου, αν είσαι κοιμισμένη
Άναψε το λυχνάρι σου και μπες στο κελλάρι σου) Φλογ. -Νίγδελ.Λ.
Ήψε το τσιρέκι σ' και σέμα σο κελλάρι σ' (Άκου τα, νονίτσα μου, αν είσαι κοιμισμένη
Άναψε το λυχνάρι σου και μπες στο κελλάρι σου) Φλογ. -Νίγδελ.Λ.