νομπέτι
(ουσ. ουδ.)
νο̈bέτ
[nø'bet]
Αξ., Μαλακ.
νοbάτι
[nοˈbati]
Φάρασ.
νοπάτι
[noˈpati]
Φάρασ.
Θηλ.
νοπάτη
[noˈpati]
Αφσάρ.
Νεότ. ουσ. νομπέτι με την σημ. 1 (Mackridge 2021: 85), το οπ. από το τουρκ. ουσ. nöbet = βάρδια, σειρά εναλλαγής, όπου και διαλεκτ. τύπ. nobât.
1. Φρουρά με βάρδιες
Αξ.
:
Να 'πνώσωμε μο ντο νοbάτι
(Να κοιμηθούμε με την σειρά, με βάρδιες)
Φάρασ.
-Dawk.
Πβ.
αράδα
2. Σήμα προτεραιότητας για άντληση νερού ή φούρνισμα ψωμιού
Μαλακ.